Δείτε επίσης: φορητός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορετός η φορετή το φορετό
      γενική του φορετού της φορετής του φορετού
    αιτιατική τον φορετό τη φορετή το φορετό
     κλητική φορετέ φορετή φορετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορετοί οι φορετές τα φορετά
      γενική των φορετών των φορετών των φορετών
    αιτιατική τους φορετούς τις φορετές τα φορετά
     κλητική φορετοί φορετές φορετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φορετός < φορώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) wearable)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.ɾeˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /fo.ɾeˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /fo.ɾeˈto/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

φορετός, -ή, -ό

  • που μπορεί ή αξίζει να φορεθεί
    Οι ένοικοι του «καταφυγίου» παρήγαγαν από τότε μια σειρά καινοτομιών με εφαρμογή σε πολλά από τα προϊόντα της ψηφιακής επανάστασης γύρω μας: το ηχητικό τμήμα της κωδικοποίησης Μp4, αρχείων που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση τηλεοπτικών σειρών ή ταινιών στους υπολογιστές ή στις ταμπλέτες μας, τα ολογράμματα των chip των περισσότερων πιστωτικών καρτών, το «λάπτοπ των 100 δολαρίων», για τις μαθησιακές ανάγκες των παιδιών των αναπτυσσόμενων χωρών, αποτελούν μερικές μόνο από τις πιο κοινές επινοήσεις τους. (Ολογραφικά βίντεο, ηλεκτρονική μελάνη και φορετοί, όχι φορητοί, υπολογιστές είναι κάποιες άλλες, περισσότερο εξωτικές.) (*)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη φορώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία