Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποφερτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποφερτ
ός
η
υποφερτ
ή
το
υποφερτ
ό
γενική
του
υποφερτ
ού
της
υποφερτ
ής
του
υποφερτ
ού
αιτιατική
τον
υποφερτ
ό
την
υποφερτ
ή
το
υποφερτ
ό
κλητική
υποφερτ
έ
υποφερτ
ή
υποφερτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποφερτ
οί
οι
υποφερτ
ές
τα
υποφερτ
ά
γενική
των
υποφερτ
ών
των
υποφερτ
ών
των
υποφερτ
ών
αιτιατική
τους
υποφερτ
ούς
τις
υποφερτ
ές
τα
υποφερτ
ά
κλητική
υποφερτ
οί
υποφερτ
ές
υποφερτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποφερτός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υποφερτός
που μπορεί κανείς να τον ανεχτεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποφερτός
γαλλικά
:
supportable
(fr)
,
acceptable
(fr)
,
passable
(fr)