πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντόκρεμα οι οδοντόκρεμες
      γενική της οδοντόκρεμας
    αιτιατική την οδοντόκρεμα τις οδοντόκρεμες
     κλητική οδοντόκρεμα οδοντόκρεμες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οδοντόκρεμα σε σωληνάριο.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδοντόκρεμα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία