Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντόκρεμα οι οδοντόκρεμες
      γενική της οδοντόκρεμας
    αιτιατική την οδοντόκρεμα τις οδοντόκρεμες
     κλητική οδοντόκρεμα οδοντόκρεμες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οδοντόκρεμα σε σωληνάριο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοντόκρεμα < οδοντό- + κρέμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Zahncrem[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοντόκρεμα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία