οδοντόκρεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδοντόκρεμα < οδοντό- + κρέμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Zahncrem[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδοντόκρεμα θηλυκό
- (οδοντιατρική) μείγμα σε μορφή κρέμας, συσκευασμένο σε σωληνάρια, που χρησιμοποιείται για την καθαριότητα των δοντιών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οδοντόκρεμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οδοντόκρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας