οδοντόπαστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδοντόπαστα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδοντόπαστα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία οδοντόπαστα
→ δείτε τη λέξη οδοντόκρεμα |
οδοντόπαστα θηλυκό
→ δείτε τη λέξη οδοντόκρεμα |