↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ αἰδοῖον τὰ αἰδοῖ
      γενική τοῦ αἰδοίου τῶν αἰδοίων
      δοτική τῷ αἰδοί τοῖς αἰδοίοις
    αιτιατική τὸ αἰδοῖον τὰ αἰδοῖ
     κλητική ! αἰδοῖον αἰδοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰδοίω
γεν-δοτ τοῖν  αἰδοίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰδοῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αἰδοῖος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἰδοῖον ουδέτερο

  • (κυρίως στον πληθυντικό και έναρθρο: τὰ αἰδοῖα) το γεννητικό όργανο (άνδρα ή γυναίκας), τα απόκρυφα