ηλιακό ρολόι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαηλιακό ρολόι ουδέτερο
- όργανο που προσδιορίζει την ώρα της μέρας σύμφωνα με τη μετατόπιση της σκιάς ενός γνώμονα σε μια ειδικά διαβαθμισμένη επιφάνεια, πάνω στην οποία είναι στερεωμένος, κατά τη μετακίνηση του ήλιου από την Ανατολή προς τη Δύση