Ετυμολογία

επεξεργασία
προσηλιάζω < ελληνιστική κοινή προσηλιάζω < αρχαία ελληνική προσήλιος < πρός + ἥλιος

προσηλιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία