θειλόπεδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θειλόπεδον | τὰ | θειλόπεδᾰ |
γενική | τοῦ | θειλοπέδου | τῶν | θειλοπέδων |
δοτική | τῷ | θειλοπέδῳ | τοῖς | θειλοπέδοις |
αιτιατική | τὸ | θειλόπεδον | τὰ | θειλόπεδᾰ |
κλητική ὦ! | θειλόπεδον | θειλόπεδᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θειλοπέδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θειλοπέδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαθειλόπεδον < πιθανόν v.l. του θ' εἱλόπεδον, τὸ εἱλόπεδον. Μορφολογικά αναλύεται σε εἵλ(η), η ζεστασιά του ήλιου, + -ό- + -πεδον (πέδον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθειλόπεδον, -ου ουδέτερο
- ευήλιο μέρος, λιάστρα για τα σταφύλια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 123 (122-126)
- ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλῳὴ ἐῤῥίζωται,
τῆς ἕτερον μέν θ' εἱλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ
τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ' ἄρα τε τρυγόωσιν,
ἄλλας δὲ τραπέουσι· πάροιθε δέ τ᾽ ὄμφακές εἰσιν
ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾽ ὑποπερκάζουσιν.- Εκεί ριζώνει, δικό του και πολύκαρπο, το αμπέλι: / σ᾽ ένα του ίσιωμα το αλώνι, όπου στεγνώνει ο ήλιος τα σταφύλια· / όσα στην ώρα τους είναι για τρύγο, τα τρυγούν· άλλα στο πατητήρι / τα πατούν πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν, αλλού μόλις / που πήραν τα σταφύλια να μαυρίζουν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
ΣτΕ: Απόσπασμα από την περιγραφή της Κέρκυρας, με επανάληψη του ἔνθα: εκεί, στο νησί των Φαιάκων. Τελειώνει στο στίχο 132 τοῖ᾽ ἄρ᾽ ἐν Ἀλκινόοιο θεῶν ἔσαν ἀγλαὰ δῶρα. (Τέτοιος παράδεισος τα δώρα των θεών στον βασιλιά Αλκίνοο)
- ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλῳὴ ἐῤῥίζωται,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 123 (122-126)
Πηγές
επεξεργασία- θειλόπεδον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σημειώσεις στο εἱλόπεδον - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
- θειλόπεδον, εἱλόπεδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.