Δείτε επίσης: απηλιώτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπηλιώτης οἱ ἀπηλιῶται
      γενική τοῦ ἀπηλιώτου τῶν ἀπηλιωτῶν
      δοτική τῷ ἀπηλιώτ τοῖς ἀπηλιώταις
    αιτιατική τὸν ἀπηλιώτην τοὺς ἀπηλιώτᾱς
     κλητική ! ἀπηλιῶτ ἀπηλιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπηλιώτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀπηλιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπηλιώτης < ἀπ- + ἥλ(ιος) + -ιώτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπηλιώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία