ἀπηλιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀπηλιώτης | οἱ | ἀπηλιῶται |
γενική | τοῦ | ἀπηλιώτου | τῶν | ἀπηλιωτῶν |
δοτική | τῷ | ἀπηλιώτῃ | τοῖς | ἀπηλιώταις |
αιτιατική | τὸν | ἀπηλιώτην | τοὺς | ἀπηλιώτᾱς |
κλητική ὦ! | ἀπηλιῶτᾰ | ἀπηλιῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπηλιώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπηλιώταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀπηλιώτης αρσενικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἀπηλιώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπηλιώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.