Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
sirocco
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
sirocco
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
scirocco
<
αραβική
شرقي
(
šarqī
,
ανατολή
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
si.ʁɔ.ko
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
sirocco
siroccos
sirocco
(fr)
αρσενικό
(
άνεμος
) ο
σιρόκος