↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοτιοανατολικός η νοτιοανατολική το νοτιοανατολικό
      γενική του νοτιοανατολικού της νοτιοανατολικής του νοτιοανατολικού
    αιτιατική τον νοτιοανατολικό τη νοτιοανατολική το νοτιοανατολικό
     κλητική νοτιοανατολικέ νοτιοανατολική νοτιοανατολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοτιοανατολικοί οι νοτιοανατολικές τα νοτιοανατολικά
      γενική των νοτιοανατολικών των νοτιοανατολικών των νοτιοανατολικών
    αιτιατική τους νοτιοανατολικούς τις νοτιοανατολικές τα νοτιοανατολικά
     κλητική νοτιοανατολικοί νοτιοανατολικές νοτιοανατολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοτιοανατολικός < νοτιο- + ανατολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική southeast[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sud-est[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /no.ti.o.a.na.to.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐τι‐ο‐α‐να‐το‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

νοτιοανατολικός, -ή, -ό

  1. (για τόπο) που βρίσκεται στο σημείο ορίζοντα μεταξύ νότου και ανατολής
    συντομογραφία: ΝΑ
  2. (για κτίριο) που είναι στραμμένο προς αυτό το σημείο
     συνώνυμα: ανατολικομεσημβρινός
  3. που προέρχεται ή κατευθύνεται προς αυτό το σημείο
    νοτιοανατολικός άνεμος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. νοτιοανατολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νοτιοανατολικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)