σοροκάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασοροκάδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ο δυνατός νοτιανατολικός άνεμος
- ※ Μόνο που φρεσκάρισε η σοροκάδα, με το σούρουπο. Δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα, το μπόντζι ξεκλείδωσε τη μια καδένα, και το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο ’να σίδερο. (Νίκος Κάσδαγλης, Σοροκάδα)
- ※ Τον χειμώνα και την άνοιξη του 1936, μια μεγάλη κακοκαιρία ξέσπασε στο Αιγαίο. Οι σοροκάδες διαδέχονταν η μία την άλλη, χωρίς ανάπαυλα μιας νεροποντής, που συνήθως κόβει τις ανεμοθύελλες αυτές. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιρόκος
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιρόκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοροκάδα
|