Δείτε επίσης: λεβάντες, λεβάντα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Το λεβάντε.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεβάντε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λεβάντε, και ως κύριο όνομα Λεβάντε < ιταλική levante

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /leˈvan.te/ (κατά τα ιταλικά - συγκρίνετε με το λεβάντες)
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐βάν‐τε

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεβάντε ουδέτερο άκλιτο

  1. (περιοχή) περιοχή της Ανατολίας που εκτείνεται νοτίως της Τουρκίας, δυτικά του Ιράκ και βορείως της Σαουδικής Αραβίας
    άλλες μορφές: λεβάντες (κλιτό αρσενικό)
  2. (γενικότερα) η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεβάντε < (άμεσο δάνειο) ιταλική levante

  Κύριο όνομα επεξεργασία

λεβάντε ουδέτερο άκλιτο

  • η Ανατολή, η περιοχή ανατολικά της Ιταλίας, το λεβάντε

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία