λεβάντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεβάντα | οι | λεβάντες |
γενική | της | λεβάντας | των | λεβαντών |
αιτιατική | τη | λεβάντα | τις | λεβάντες |
κλητική | λεβάντα | λεβάντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεβάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lavanda
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεβάντα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λεβάντα στη Βικιπαίδεια