lavendo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lavendo | lavendoj |
αιτιατική | lavendon | lavendojn |
lavendo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lavendo | lavendoj |
αιτιατική | lavendon | lavendojn |
lavendo (eo)