Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριολεβάντα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγριολεβάντ
α
οι
αγριολεβάντ
ες
γενική
της
αγριολεβάντ
ας
των
αγριολεβαντ
ών
αιτιατική
την
αγριολεβάντ
α
τις
αγριολεβάντ
ες
κλητική
αγριολεβάντ
α
αγριολεβάντ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριολεβάντα
<
αγριο-
+
λεβάντα
<
ιταλική
lavanda
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριολεβάντα
θηλυκό
(
φυτό
) η άγρια
λεβάντα
(
Lavandula stoechas
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
αβαγιανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριολεβάντα
αγγλικά
:
French lavender
(en)
,
stoechas
(en)
τουρκικά
:
karabaş otu
(tr)