Δείτε επίσης: Αβαγιανός, Αβαγιαννός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβαγιανός οι αβαγιανοί
      γενική του αβαγιανού των αβαγιανών
    αιτιατική τον αβαγιανό τους αβαγιανούς
     κλητική αβαγιανέ αβαγιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβαγιανός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβαγιανός -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας