Δείτε επίσης: Levant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

levant (fr) αρσενικό

  1. η ανατολή (το μέρος του ορίζοντα απ' όπου βγαίνει ο ήλιος)
     συνώνυμα: est, orient
     αντώνυμα: couchant, occident, ouest, ponant

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό levant levants
θηλυκό levante levantes

levant (fr)

  1. ανατέλλων (μιλώντας για τον Ήλιο)
  2. που προκαλεί το φούσκωμα της ζύμης

Δείτε επίσης

επεξεργασία