couchant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcouchant (fr) αρσενικό
Μετοχή
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couchant | couchants |
θηλυκό | couchante | couchantes |
couchant (fr)
couchant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couchant | couchants |
θηλυκό | couchante | couchantes |
couchant (fr)