δύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δύων | η | δύουσα | το | δύον |
γενική | του | δύοντος | της | δύουσας & δυούσης* |
του | δύοντος |
αιτιατική | τον | δύοντα | τη | δύουσα | το | δύον |
κλητική | δύων | δύουσα | δύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δύοντες | οι | δύουσες | τα | δύοντα |
γενική | των | δυόντων | των | δυουσών | των | δυόντων |
αιτιατική | τους | δύοντες | τις | δύουσες | τα | δύοντα |
κλητική | δύοντες | δύουσες | δύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δύων < αρχαία ελληνική δύων μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δύω
Μετοχή
επεξεργασίαδύων, -ουσα-, -ον
- (για τον ήλιο ή άλλο ουράνιο σώμα) που δύει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία