Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επηρεασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επηρεασμέν
ος
η
επηρεασμέν
η
το
επηρεασμέν
ο
γενική
του
επηρεασμέν
ου
της
επηρεασμέν
ης
του
επηρεασμέν
ου
αιτιατική
τον
επηρεασμέν
ο
την
επηρεασμέν
η
το
επηρεασμέν
ο
κλητική
επηρεασμέν
ε
επηρεασμέν
η
επηρεασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επηρεασμέν
οι
οι
επηρεασμέν
ες
τα
επηρεασμέν
α
γενική
των
επηρεασμέν
ων
των
επηρεασμέν
ων
των
επηρεασμέν
ων
αιτιατική
τους
επηρεασμέν
ους
τις
επηρεασμέν
ες
τα
επηρεασμέν
α
κλητική
επηρεασμέν
οι
επηρεασμέν
ες
επηρεασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επηρεασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επηρεάζω
Μετοχή
επεξεργασία
επηρεασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
επηρεάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επηρεασμένος
γαλλικά
:
influencé
(fr)