ανατολικές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.to.liˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐το‐λι‐κές
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανατολικές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους (ανατολική) του ανατολικός