τέλλω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | τέλλω | τέλλομαι |
Παρατατικός | ἔτελλον | ἐτελλόμην |
Μέλλοντας | τελῶ | τελοῦμαι |
Αόριστος | ἔτειλα | ἐτειλάμην |
Παρακείμενος | τέταλκα | τέταλμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐτετάλκειν | ἐτετάλμην |
Συντελ.Μέλλ. | τεταλκώς ἔσομαι | τεταλμένος ἔσομαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέλλω < (ινδοευρωπαϊκή ρίζα) *tla-. Συγγενές με το (ιαπετικό) tela- (=υψώνω, σηκώνω). Με την έννοια συμπληρώνω < (ιαπετικό) qvel- (=περιστρέφω), συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) πέλω
ΡήμαΕπεξεργασία
τέλλω
- εγείρω, σηκώνω
- κάνω κάτι να εγερθεί, να σηκωθεί
- φέρω εις τέλος, εις πέρας, αποπερατώνω
- εκτελώ
- (παθητικό) εγείρομαι, εμφανίζομαι, ανατέλλω
- συμπληρώνω, ολοκληρώνω, εκπληρώνω
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ἡλίου τέλλοντος (κατά την ανατολή του ηλίου)