Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπερατώνω < (ελληνιστική κοινήἀποπερατόω / ἀποπερατῶ + -ώνω < ἀπό + αρχαία ελληνική περατόω / περατῶ < πέρας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.pe.ɾaˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐πε‐ρα‐τώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποπερατώνω, αόρ.: αποπεράτωσα, παθ.φωνή: αποπερατώνομαι, π.αόρ.: αποπερατώθηκα, μτχ.π.π.: αποπερατωμένος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από, περατώνω και πέρας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία