αποπερατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπερατώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποπερατόω / ἀποπερατῶ + -ώνω < ἀπό + αρχαία ελληνική περατόω / περατῶ < πέρας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.pe.ɾaˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πε‐ρα‐τώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποπερατώνω, αόρ.: αποπεράτωσα, παθ.φωνή: αποπερατώνομαι, π.αόρ.: αποπερατώθηκα, μτχ.π.π.: αποπερατωμένος
- ολοκληρώνω κάτι, το φέρνω σε πέρας, το αποτελειώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις από, περατώνω και πέρας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπερατώνω | αποπεράτωνα | θα αποπερατώνω | να αποπερατώνω | αποπερατώνοντας | |
β' ενικ. | αποπερατώνεις | αποπεράτωνες | θα αποπερατώνεις | να αποπερατώνεις | αποπεράτωνε | |
γ' ενικ. | αποπερατώνει | αποπεράτωνε | θα αποπερατώνει | να αποπερατώνει | ||
α' πληθ. | αποπερατώνουμε | αποπερατώναμε | θα αποπερατώνουμε | να αποπερατώνουμε | ||
β' πληθ. | αποπερατώνετε | αποπερατώνατε | θα αποπερατώνετε | να αποπερατώνετε | αποπερατώνετε | |
γ' πληθ. | αποπερατώνουν(ε) | αποπεράτωναν αποπερατώναν(ε) |
θα αποπερατώνουν(ε) | να αποπερατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπεράτωσα | θα αποπερατώσω | να αποπερατώσω | αποπερατώσει | ||
β' ενικ. | αποπεράτωσες | θα αποπερατώσεις | να αποπερατώσεις | αποπεράτωσε | ||
γ' ενικ. | αποπεράτωσε | θα αποπερατώσει | να αποπερατώσει | |||
α' πληθ. | αποπερατώσαμε | θα αποπερατώσουμε | να αποπερατώσουμε | |||
β' πληθ. | αποπερατώσατε | θα αποπερατώσετε | να αποπερατώσετε | αποπερατώστε | ||
γ' πληθ. | αποπεράτωσαν αποπερατώσαν(ε) |
θα αποπερατώσουν(ε) | να αποπερατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπερατώσει | είχα αποπερατώσει | θα έχω αποπερατώσει | να έχω αποπερατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπερατώσει | είχες αποπερατώσει | θα έχεις αποπερατώσει | να έχεις αποπερατώσει | έχε αποπερατωμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποπερατώσει | είχε αποπερατώσει | θα έχει αποπερατώσει | να έχει αποπερατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπερατώσει | είχαμε αποπερατώσει | θα έχουμε αποπερατώσει | να έχουμε αποπερατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπερατώσει | είχατε αποπερατώσει | θα έχετε αποπερατώσει | να έχετε αποπερατώσει | έχετε αποπερατωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποπερατώσει | είχαν αποπερατώσει | θα έχουν αποπερατώσει | να έχουν αποπερατώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποπερατωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποπερατωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποπερατωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποπερατωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπερατώνομαι | αποπερατωνόμουν(α) | θα αποπερατώνομαι | να αποπερατώνομαι | ||
β' ενικ. | αποπερατώνεσαι | αποπερατωνόσουν(α) | θα αποπερατώνεσαι | να αποπερατώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποπερατώνεται | αποπερατωνόταν(ε) | θα αποπερατώνεται | να αποπερατώνεται | ||
α' πληθ. | αποπερατωνόμαστε | αποπερατωνόμαστε αποπερατωνόμασταν |
θα αποπερατωνόμαστε | να αποπερατωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποπερατώνεστε | αποπερατωνόσαστε αποπερατωνόσασταν |
θα αποπερατώνεστε | να αποπερατώνεστε | (αποπερατώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποπερατώνονται | αποπερατώνονταν αποπερατωνόντουσαν |
θα αποπερατώνονται | να αποπερατώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπερατώθηκα | θα αποπερατωθώ | να αποπερατωθώ | αποπερατωθεί | ||
β' ενικ. | αποπερατώθηκες | θα αποπερατωθείς | να αποπερατωθείς | αποπερατώσου | ||
γ' ενικ. | αποπερατώθηκε | θα αποπερατωθεί | να αποπερατωθεί | |||
α' πληθ. | αποπερατωθήκαμε | θα αποπερατωθούμε | να αποπερατωθούμε | |||
β' πληθ. | αποπερατωθήκατε | θα αποπερατωθείτε | να αποπερατωθείτε | αποπερατωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποπερατώθηκαν αποπερατωθήκαν(ε) |
θα αποπερατωθούν(ε) | να αποπερατωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποπερατωθεί | είχα αποπερατωθεί | θα έχω αποπερατωθεί | να έχω αποπερατωθεί | αποπερατωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποπερατωθεί | είχες αποπερατωθεί | θα έχεις αποπερατωθεί | να έχεις αποπερατωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποπερατωθεί | είχε αποπερατωθεί | θα έχει αποπερατωθεί | να έχει αποπερατωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπερατωθεί | είχαμε αποπερατωθεί | θα έχουμε αποπερατωθεί | να έχουμε αποπερατωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποπερατωθεί | είχατε αποπερατωθεί | θα έχετε αποπερατωθεί | να έχετε αποπερατωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπερατωθεί | είχαν αποπερατωθεί | θα έχουν αποπερατωθεί | να έχουν αποπερατωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποπερατωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποπερατωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποπερατωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποπερατωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποπερατωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποπερατωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποπερατωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποπερατωμένοι |