Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.pe.ɾaˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποπερατώνω

αποπερατώνω, αόρ.: αποπεράτωσα, παθ.φωνή: αποπερατώνομαι, π.αόρ.: αποπερατώθηκα, μτχ.π.π.: αποπερατωμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία