Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποπερατωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποπερατωμέν
ος
η
αποπερατωμέν
η
το
αποπερατωμέν
ο
γενική
του
αποπερατωμέν
ου
της
αποπερατωμέν
ης
του
αποπερατωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποπερατωμέν
ο
την
αποπερατωμέν
η
το
αποπερατωμέν
ο
κλητική
αποπερατωμέν
ε
αποπερατωμέν
η
αποπερατωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποπερατωμέν
οι
οι
αποπερατωμέν
ες
τα
αποπερατωμέν
α
γενική
των
αποπερατωμέν
ων
των
αποπερατωμέν
ων
των
αποπερατωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποπερατωμέν
ους
τις
αποπερατωμέν
ες
τα
αποπερατωμέν
α
κλητική
αποπερατωμέν
οι
αποπερατωμέν
ες
αποπερατωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποπερατωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποπερατώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποπερατωμένος, -η, -ο
που έχει
αποπερατωθεί
, που έχει
ολοκληρωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απεράτωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποπερατωμένος
γαλλικά
:
achevé
(fr)