achevé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | achevé | achevés |
θηλυκό | achevée | achevées |
achevé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | achevé | achevés |
θηλυκό | achevée | achevées |
achevé (fr)