Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αποτελειώνω < λείπει η ετυμολογία

  ΡήμαΕπεξεργασία

αποτελειώνω

  1. τελειώνω κάτι οριστικά, το ολοκληρώνω
  2. (μεταφορικά) σκοτώνω

ΚλίσηΕπεξεργασία

Σημείωση: Στον παρατατικό και τον αόριστο χρησιμοποιούνται και οι τύποι αποτέλειωνα και αποτέλειωσα.

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία