ανατέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατέλλω < αρχαία ελληνική ἀνατέλλω
Ρήμα
επεξεργασίαανατέλλω, παρατ. ανέτελλα, μέλλ. στ. θα ανατείλω αορ. ανέτειλα μτχ εν. ανατέλλοντας και ανατέλλων μτχ. αορ. ανατείλας
- ξεπροβάλλω από τον ορίζοντα, αναδύομαι
- ανατέλλει ο Ήλιος.
- στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει (Κ. Κρυστάλλης, 1890, "Ο Τρύγος")
- (μεταφορικά) αναδύομαι στην επιφάνεια και φέρνω αισιοδοξία
- ανέτειλε ένας νέος κόσμος, νέα ελπίδα, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο
Συγγενικά
επεξεργασία- ανατολή
- ανατέλλων (η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου: η Ιαπωνία)
- ανατολικός
- Ανατολίτης
- ανατολίτικος
- ανατολιστής