Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόκα τελλομένου ἔτεος: πρόκα (αμέσως), τελλομένου, γενική ενικού ουδέτερου της μετοχής τελλόμενος του τέλλω στη σημασία: ολοκληρώνω & ἔτεος, γενική ενικού του ἔτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   χαρακτηρισμός σύνταξης

  Έκφραση

επεξεργασία

πρόκα τελλομένου ἔτεος