ἔτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os (συγγενές με το λατινικό vetus (αρχαίος, γέρος) και τo σανσκριτικό वत्स: vatsá)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔτος ουδέτερο
- το έτος, η χρονιά, όχι πάντα απολύτως συνώνυμο με τη λέξη ενιαυτός
- προσδιορισμός ηλικίας, γεγονότων, διάρκειας, συχνότητας
- γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν (όταν έγινε 97 ετών)
- τὸ πέμπτον ἔτος Δομιτιανοῦ (τον πέμπτο χρόνο αφ' ότου άρχισε η διακυβέρνηση του Δομ.)
- ἔτος τόδ᾽ ἤδη δέκατον... (στο διάστημα αυτών των δέκα ετών...)
- ἔτος εἰς ἔτος (κάθε χρόνο, από χρονιά σε χρονιά)
- δι᾽ ἔτους πέμπτου (κάθε πέντε χρόνια)
- δι᾽ ἔτους (κάθε χρόνο, ετησίως)
- κατὰ ἔτος (κάθε χρόνο)
- εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος και ἔτος ἐξ ἔτους χρονιά παρά χρονιά
- ως συνθετικό στον προσδιορισμό εποχής
- ὥρα ἔτους (εποχή του έτους)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
---|---|---|
Ονομαστική | ἔτος | ἔτεα και ἔτη |
Γενική | ἔτεος και ἔτους | ἐτέων και ἐτῶν |
Δοτική | ἔτεϊ και ἔτῃ / ἔτει | ἔτεσσι(ν) και ἔτεσι |
Αιτιατική | ἔτος | ἔτεα και ἔτη |
Κλητική | ἔτος | ἔτεα και ἔτη |
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἐτήσιος
- οἱ ἐτησίαι, τῶν ἐτησίων (τα μελτέμια), ετησίαι στη νεοελληνική