Δείτε επίσης: ἐτός, ἑτός, έτος

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os (συγγενές με το λατινικό vetus (αρχαίος, γέρος) και τo σανσκριτικό वत्स: vatsá)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔτος ουδέτερο

  1. το έτος, η χρονιά, όχι πάντα απολύτως συνώνυμο με τη λέξη ενιαυτός
    τῶν προτέρων ἐτέων (των προηγουμένων ετών)
    ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν (με το πέρασμα των χρόνων, ήρθε και το έτος)
    ἐπί ἔτος και ἐφ' ἔτοςτρέχουσα χρονιά, με φ αντί του π ίσως λόγω δάσυνσης στην προφορά ή κατ' αναλογία προς τη φράση "ἐφ' ἡμέρα")
  2. προσδιορισμός ηλικίας, γεγονότων, διάρκειας, συχνότητας
    γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν (όταν έγινε 97 ετών)
    τὸ πέμπτον ἔτος Δομιτιανοῦ (τον πέμπτο χρόνο αφ' ότου άρχισε η διακυβέρνηση του Δομ.)
    ἔτος τόδ᾽ ἤδη δέκατον... (στο διάστημα αυτών των δέκα ετών...)
    ἔτος εἰς ἔτος (κάθε χρόνο, από χρονιά σε χρονιά)
    δι᾽ ἔτους πέμπτου (κάθε πέντε χρόνια)
    δι᾽ ἔτους (κάθε χρόνο, ετησίως)
    κατὰ ἔτος (κάθε χρόνο)
    εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος και ἔτος ἐξ ἔτους χρονιά παρά χρονιά
  3. ως συνθετικό στον προσδιορισμό εποχής
    ὥρα ἔτους (εποχή του έτους)
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ἔτος ἔτεα και ἔτη
Γενική ἔτεος και ἔτους ἐτέων και ἐτῶν
Δοτική ἔτεϊ και ἔτῃ / ἔτει ἔτεσσι(ν) και ἔτεσι
Αιτιατική ἔτος ἔτεα και ἔτη
Κλητική ἔτος ἔτεα και ἔτη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία