Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

vetus (eo)

  • υποθετική του ρήματος veti



  Ετυμολογία

επεξεργασία
vetus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wetos- (έτος). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) ἔτος και (σανσκριτικά) वत्स (vatsá, έτος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwe.tus/

  Επίθετο

επεξεργασία

vetus (en), -us, -us

  1. παλιός
  2. αρχαίος
  3. μακροχρόνιος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική vetus vetus vetus veterēs veterēs vetera
γενική veteris veteris veteris veterum veterum veterum
δοτική veterī veterī veterī veteribus veteribus veteribus
αιτιατική veterem veterem vetus veterēs veterēs vetera
κλητική vetus vetus vetus veterēs veterēs vetera
αφαιρετική vetere vetere vetere veteribus veteribus veteribus
Η κλίση του διαφέρει σε κάποια σημεία από την κλίση άλλων τριτοκλίτων επιθέτων
(Τριτόκλιτα επίθετα)