Δείτε επίσης: ἐνιαυτός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενιαυτός οι ενιαυτοί
      γενική του ενιαυτού των ενιαυτών
    αιτιατική τον ενιαυτό τους ενιαυτούς
     κλητική ενιαυτέ ενιαυτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενιαυτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνιαυτός (έτος, επέτειος) αβέβαιης ετυμολογίας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ni.aˈftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νι‐αυ‐τός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενιαυτός αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) έτος, χρονιά, το ημερολογιακό έτος
    ⮡  oι δώδεκα μήνες του ενιαυτού
    ※  Άρθρ. 10.-Το ημερολόγιον και το των απογραφών βιβλίον πρέπει να μονογραφώνται και να θεωρώνται άπαξ του ενιαυτού.
    Απόσπασμα εμπορικού νόμου. Κωνσταντίνος Κουλογιάννης, άρθρο «Η τήρηση των εμπορικών-λογιστικών βιβλίων από το 1835 έως το 1948 - Ο εμπορικός νόμος και το χαρτόσημο» taxheaven.gr, 2019.02.34.
  2. (κατ’ επέκταση) επέτειος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)