ενιαυσιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενιαυσιότητα < ενιαύσιος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενιαυσιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα κάποιου πράγματος, όταν αυτό συμβαίνει ετησίως, μια φορά τον χρόνο
- Μια αρχή κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού είναι η ενιαυσιότητα.