κορσάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορσάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική corsage < παλαιά γαλλική cors (σώμα, κορμός) + -age < λατινική corpus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *krep- (σώμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορσάζ ουδέτερο άκλιτο
κορσάζ ουδέτερο άκλιτο