εσάρπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εσάρπα | οι | εσάρπες |
γενική | της | εσάρπας | — | |
αιτιατική | την | εσάρπα | τις | εσάρπες |
κλητική | εσάρπα | εσάρπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εσάρπα < (λόγιο δάνειο) γαλλική écharpe[1] Συγκρίνετε με το σάρπα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσάρπα θηλυκό
- (ενδυμασία) μορφή του εσάρπα γυναικείο ρούχο φτιαγμένο από πλεκτό ύφασμα, συχνά σε σχήμα τριγώνου, που φοριέται πάνω σε μπλούζα, φόρεμα κλπ. και καλύπτει την πλάτη και τους ώμους
- άλλες μορφές: σάρπα
- ※ Η κασμιρένια εσάρπα της, που η άκρη της άγγιζε το έδαφος, άφηνε να φαίνονται από τα πλάγια τα μεγάλα βολάν ενός μεταξωτού φορέματος και το χοντρό μανσόν που έκρυβε τα χέρια της και που το ακουμπούσε στο στήθος της ήταν τυλιγμένο μέσα σε τόσο επιδέξια τακτοποιημένες πτυχές, που το μάτι, όσο απαιτητικό κι αν ήταν, δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στο περίγραμμά του (Αλέξανδρος Δουμάς (υιός), H κυρία με τις καμέλιες, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 21, 2011 [1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈsaɾ.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σάρ‐πα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εσάρπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας