Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écharpe écharpes

écharpe (fr) θηλυκό

  • η σάρπα, το μαντήλι του λαιμού