συγκαλύπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκαλύπτω < αρχαία ελληνική συγκαλύπτω < συν- + καλύπτω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκαλύπτω (παθητική φωνή του ρήματος συγκαλύπτομαι)
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) σκεπάζω κάτι εντελώς
- (μεταφορικά) κρατάω κάτι κρυφό· αποκρύβω (ένοχη ή παράνομη πράξη)
- αποσιωπώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασυγκάλυπτα
- ασυγκάλυπτος
- ασυγκαλύπτως
- συγκαλυμμένα
- συγκαλυμμένος
- συγκαλυπτικά
- συγκαλυπτικός
- συγκάλυψη
- συγκαλύψιμος
- συγκεκαλυμμένος
- → δείτε τις λέξεις συν και καλύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκαλύπτω
Πηγές
επεξεργασία- συγκαλύπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκαλύπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγκαλύπτω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)