Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκαλύπτω < αρχαία ελληνική συγκαλύπτω < συν- + καλύπτω

συγκαλύπτω (παθητική φωνή του ρήματος συγκαλύπτομαι)

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) σκεπάζω κάτι εντελώς
  2. (μεταφορικά) κρατάω κάτι κρυφό· αποκρύβω (ένοχη ή παράνομη πράξη)
  3. αποσιωπώ

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία