συγκάλυψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκάλυψη | οι | συγκαλύψεις |
γενική | της | συγκάλυψης* | των | συγκαλύψεων |
αιτιατική | τη | συγκάλυψη | τις | συγκαλύψεις |
κλητική | συγκάλυψη | συγκαλύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαλύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκάλυψη < συγκαλύπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκάλυψη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω
- απόκρυψη, παρασιώπηση
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκάλυψη