Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συγκαλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκαλύπτω
  2. θα συγκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκαλύπτω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συγκαλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκάλυψη