↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκεκαλυμμένος η συγκεκαλυμμένη το συγκεκαλυμμένο
      γενική του συγκεκαλυμμένου της συγκεκαλυμμένης του συγκεκαλυμμένου
    αιτιατική τον συγκεκαλυμμένο τη συγκεκαλυμμένη το συγκεκαλυμμένο
     κλητική συγκεκαλυμμένε συγκεκαλυμμένη συγκεκαλυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκεκαλυμμένοι οι συγκεκαλυμμένες τα συγκεκαλυμμένα
      γενική των συγκεκαλυμμένων των συγκεκαλυμμένων των συγκεκαλυμμένων
    αιτιατική τους συγκεκαλυμμένους τις συγκεκαλυμμένες τα συγκεκαλυμμένα
     κλητική συγκεκαλυμμένοι συγκεκαλυμμένες συγκεκαλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκεκαλυμμένος < αρχαία ελληνική συγκεκαλυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγκαλύπτω < σύν + καλύπτω

συγκεκαλυμμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία