αποσιωπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσιωπώ < ελληνιστική κοινή ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ < ἀπό + σιωπάω / σιωπῶ < σιωπή
Ρήμα
επεξεργασίααποσιωπώ (παθητική φωνή: αποσιωπώμαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσιωπημένος
- αποσιώπηση
- αποσιωπητήρας
- αποσιωπητικά
- αποσιωπητικός
- αποσιωπώμενος
- → δείτε τις λέξεις από και σιωπή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσιωπάω - αποσιωπώ | αποσιωπούσα | θα αποσιωπάω - αποσιωπώ | να αποσιωπάω - αποσιωπώ | αποσιωπώντας | |
β' ενικ. | αποσιωπάς | αποσιωπούσες | θα αποσιωπάς | να αποσιωπάς | αποσιώπα - αποσιώπαγε | |
γ' ενικ. | αποσιωπάει - αποσιωπά | αποσιωπούσε | θα αποσιωπάει - αποσιωπά | να αποσιωπάει - αποσιωπά | ||
α' πληθ. | αποσιωπάμε - αποσιωπούμε | αποσιωπούσαμε | θα αποσιωπάμε - αποσιωπούμε | να αποσιωπάμε - αποσιωπούμε | ||
β' πληθ. | αποσιωπάτε | αποσιωπούσατε | θα αποσιωπάτε | να αποσιωπάτε | αποσιωπάτε | |
γ' πληθ. | αποσιωπάν(ε) - αποσιωπούν(ε) | αποσιωπούσαν(ε) | θα αποσιωπάν(ε) - αποσιωπούν(ε) | να αποσιωπάν(ε) - αποσιωπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσιώπησα | θα αποσιωπήσω | να αποσιωπήσω | αποσιωπήσει | ||
β' ενικ. | αποσιώπησες | θα αποσιωπήσεις | να αποσιωπήσεις | αποσιώπα - αποσιώπησε | ||
γ' ενικ. | αποσιώπησε | θα αποσιωπήσει | να αποσιωπήσει | |||
α' πληθ. | αποσιωπήσαμε | θα αποσιωπήσουμε | να αποσιωπήσουμε | |||
β' πληθ. | αποσιωπήσατε | θα αποσιωπήσετε | να αποσιωπήσετε | αποσιωπήστε | ||
γ' πληθ. | αποσιώπησαν αποσιωπήσαν(ε) |
θα αποσιωπήσουν(ε) | να αποσιωπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσιωπήσει | είχα αποσιωπήσει | θα έχω αποσιωπήσει | να έχω αποσιωπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσιωπήσει | είχες αποσιωπήσει | θα έχεις αποσιωπήσει | να έχεις αποσιωπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσιωπήσει | είχε αποσιωπήσει | θα έχει αποσιωπήσει | να έχει αποσιωπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσιωπήσει | είχαμε αποσιωπήσει | θα έχουμε αποσιωπήσει | να έχουμε αποσιωπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσιωπήσει | είχατε αποσιωπήσει | θα έχετε αποσιωπήσει | να έχετε αποσιωπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσιωπήσει | είχαν αποσιωπήσει | θα έχουν αποσιωπήσει | να έχουν αποσιωπήσει |
|