Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αποσιωπητικά
      γενική των αποσιωπητικών
    αιτιατική τα αποσιωπητικά
     κλητική αποσιωπητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσιωπητικά < αποσιωπώ + -τικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσιωπητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία