Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
τελίτσες (1)
τελίτσες < τελίτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. παιχνίδι σκέψης στο οποίο ο σκοπός είναι να ενωθούν τελείες ομοιόμορφα κατανεμημένες
  2. (οικείο) τα αποσιωπητικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τελίτσες