ενικός         πληθυντικός  
ellipsis ellipses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ellipsis (en)

  1. τα αποσιωπητικά, σημείο στίξης που αποτελείται από τρεις τελείες (… ή ...)
    → δείτε το σύμβολο 
  2. (γραμματική) η έλλειψη, η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα