αποσιωπώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποσιωπώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποσιωπώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσιωπώμαι | αποσιωπόμουν | θα αποσιωπώμαι | να αποσιωπώμαι | ||
β' ενικ. | αποσιωπάσαι | αποσιωπόσουν | θα αποσιωπάσαι | να αποσιωπάσαι | ||
γ' ενικ. | αποσιωπάται | αποσιωπόταν | θα αποσιωπάται | να αποσιωπάται | ||
α' πληθ. | αποσιωπώμεθα - αποσιωπόμαστε | αποσιωπόμασταν | θα αποσιωπώμεθα - αποσιωπόμαστε | να αποσιωπώμεθα - αποσιωπόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσιωπάσθε - αποσιωπάστε | αποσιωπόσασταν | θα αποσιωπάσθε - αποσιωπάστε | να αποσιωπάσθε - αποσιωπάστε | αποσιωπάσθε - αποσιωπάστε | |
γ' πληθ. | αποσιωπώνται | αποσιωπόνταν - αποσιωπόντουσαν | θα αποσιωπώνται | να αποσιωπώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσιωπήθηκα | θα αποσιωπηθώ | να αποσιωπηθώ | αποσιωπηθεί | ||
β' ενικ. | αποσιωπήθηκες | θα αποσιωπηθείς | να αποσιωπηθείς | αποσιωπήσου | ||
γ' ενικ. | αποσιωπήθηκε | θα αποσιωπηθεί | να αποσιωπηθεί | |||
α' πληθ. | αποσιωπηθήκαμε | θα αποσιωπηθούμε | να αποσιωπηθούμε | |||
β' πληθ. | αποσιωπηθήκατε | θα αποσιωπηθείτε | να αποσιωπηθείτε | αποσιωπηθείτε | ||
γ' πληθ. | αποσιωπήθηκαν αποσιωπηθήκαν(ε) |
θα αποσιωπηθούν(ε) | να αποσιωπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσιωπηθεί | είχα αποσιωπηθεί | θα έχω αποσιωπηθεί | να έχω αποσιωπηθεί | αποσιωπημένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσιωπηθεί | είχες αποσιωπηθεί | θα έχεις αποσιωπηθεί | να έχεις αποσιωπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσιωπηθεί | είχε αποσιωπηθεί | θα έχει αποσιωπηθεί | να έχει αποσιωπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσιωπηθεί | είχαμε αποσιωπηθεί | θα έχουμε αποσιωπηθεί | να έχουμε αποσιωπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσιωπηθεί | είχατε αποσιωπηθεί | θα έχετε αποσιωπηθεί | να έχετε αποσιωπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσιωπηθεί | είχαν αποσιωπηθεί | θα έχουν αποσιωπηθεί | να έχουν αποσιωπηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσιωπώμαι
|