Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσιωπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσιωπημέν
ος
η
αποσιωπημέν
η
το
αποσιωπημέν
ο
γενική
του
αποσιωπημέν
ου
της
αποσιωπημέν
ης
του
αποσιωπημέν
ου
αιτιατική
τον
αποσιωπημέν
ο
την
αποσιωπημέν
η
το
αποσιωπημέν
ο
κλητική
αποσιωπημέν
ε
αποσιωπημέν
η
αποσιωπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσιωπημέν
οι
οι
αποσιωπημέν
ες
τα
αποσιωπημέν
α
γενική
των
αποσιωπημέν
ων
των
αποσιωπημέν
ων
των
αποσιωπημέν
ων
αιτιατική
τους
αποσιωπημέν
ους
τις
αποσιωπημέν
ες
τα
αποσιωπημέν
α
κλητική
αποσιωπημέν
οι
αποσιωπημέν
ες
αποσιωπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσιωπημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποσιωπώ
Μετοχή
επεξεργασία
αποσιωπημένος
→
δείτε
τη λέξη
αποσιωπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσιωπημένος