Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσιωπημένος η αποσιωπημένη το αποσιωπημένο
      γενική του αποσιωπημένου της αποσιωπημένης του αποσιωπημένου
    αιτιατική τον αποσιωπημένο την αποσιωπημένη το αποσιωπημένο
     κλητική αποσιωπημένε αποσιωπημένη αποσιωπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσιωπημένοι οι αποσιωπημένες τα αποσιωπημένα
      γενική των αποσιωπημένων των αποσιωπημένων των αποσιωπημένων
    αιτιατική τους αποσιωπημένους τις αποσιωπημένες τα αποσιωπημένα
     κλητική αποσιωπημένοι αποσιωπημένες αποσιωπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσιωπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσιωπώ

  Μετοχή επεξεργασία

αποσιωπημένος

→ δείτε τη λέξη αποσιωπώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία