παρασιωπώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρασιωπώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρασιωπώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρασιωπώμαι | παρασιωπόμουν | θα παρασιωπώμαι | να παρασιωπώμαι | ||
β' ενικ. | παρασιωπάσαι | παρασιωπόσουν | θα παρασιωπάσαι | να παρασιωπάσαι | ||
γ' ενικ. | παρασιωπάται | παρασιωπόταν | θα παρασιωπάται | να παρασιωπάται | ||
α' πληθ. | παρασιωπώμεθα - παρασιωπόμαστε | παρασιωπόμασταν | θα παρασιωπώμεθα - παρασιωπόμαστε | να παρασιωπώμεθα - παρασιωπόμαστε | ||
β' πληθ. | παρασιωπάσθε - παρασιωπάστε | παρασιωπόσασταν | θα παρασιωπάσθε - παρασιωπάστε | να παρασιωπάσθε - παρασιωπάστε | παρασιωπάσθε - παρασιωπάστε | |
γ' πληθ. | παρασιωπώνται | παρασιωπόνταν - παρασιωπόντουσαν | θα παρασιωπώνται | να παρασιωπώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρασιωπήθηκα | θα παρασιωπηθώ | να παρασιωπηθώ | παρασιωπηθεί | ||
β' ενικ. | παρασιωπήθηκες | θα παρασιωπηθείς | να παρασιωπηθείς | παρασιωπήσου | ||
γ' ενικ. | παρασιωπήθηκε | θα παρασιωπηθεί | να παρασιωπηθεί | |||
α' πληθ. | παρασιωπηθήκαμε | θα παρασιωπηθούμε | να παρασιωπηθούμε | |||
β' πληθ. | παρασιωπηθήκατε | θα παρασιωπηθείτε | να παρασιωπηθείτε | παρασιωπηθείτε | ||
γ' πληθ. | παρασιωπήθηκαν παρασιωπηθήκαν(ε) |
θα παρασιωπηθούν(ε) | να παρασιωπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρασιωπηθεί | είχα παρασιωπηθεί | θα έχω παρασιωπηθεί | να έχω παρασιωπηθεί | παρασιωπημένος | |
β' ενικ. | έχεις παρασιωπηθεί | είχες παρασιωπηθεί | θα έχεις παρασιωπηθεί | να έχεις παρασιωπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρασιωπηθεί | είχε παρασιωπηθεί | θα έχει παρασιωπηθεί | να έχει παρασιωπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρασιωπηθεί | είχαμε παρασιωπηθεί | θα έχουμε παρασιωπηθεί | να έχουμε παρασιωπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρασιωπηθεί | είχατε παρασιωπηθεί | θα έχετε παρασιωπηθεί | να έχετε παρασιωπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρασιωπηθεί | είχαν παρασιωπηθεί | θα έχουν παρασιωπηθεί | να έχουν παρασιωπηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασιωπώμαι
|