Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρασιωπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρασιωπημέν
ος
η
παρασιωπημέν
η
το
παρασιωπημέν
ο
γενική
του
παρασιωπημέν
ου
της
παρασιωπημέν
ης
του
παρασιωπημέν
ου
αιτιατική
τον
παρασιωπημέν
ο
την
παρασιωπημέν
η
το
παρασιωπημέν
ο
κλητική
παρασιωπημέν
ε
παρασιωπημέν
η
παρασιωπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρασιωπημέν
οι
οι
παρασιωπημέν
ες
τα
παρασιωπημέν
α
γενική
των
παρασιωπημέν
ων
των
παρασιωπημέν
ων
των
παρασιωπημέν
ων
αιτιατική
τους
παρασιωπημέν
ους
τις
παρασιωπημέν
ες
τα
παρασιωπημέν
α
κλητική
παρασιωπημέν
οι
παρασιωπημέν
ες
παρασιωπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παρασιωπημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
παρασιωπώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αποσιωπημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρασιωπημένος
→
δείτε
τη λέξη
αποσιωπημένος