αποσιωπητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσιωπητήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀποσιωπη(τήρ) + -τήρας από την αιτιατική σε -τῆρα < ελληνιστική κοινή ἀποσιωπῶ, ἀποσιωπη- + -τήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσιωπητήρας[1] αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσιωπητήρας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποσιωπητήρας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας