σιγαστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιγαστήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σιγαστήρ < αρχαία ελληνική σιγάζω, σιγασ- + -τήρ > -τήρας από την αιτιατική ενικού «τὸν σιγαστῆρα»· μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική silencieux[1] (→ δείτε και σιλανσιέ) ή από την αγγλική silencer[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ɣaˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γα‐στή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιγαστήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) συσκευή / εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση των θορύβων που παράγουν άλλες συσκευές, συνήθως όπλα ή μηχανές
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σιγαστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας